- διπλόκωπος
- -ο(για πλοίο)1. ονομασία πλοίου στα πέλματα τού οποίου κάθονται ανά δύο κωπηλάτες2. γεν. πλοίο με δύο κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο- + -κωπος < κώπη «κουπί» (πρβλ. άκωπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek